- διχόμυθον
- διχόμῡθον , διχόμυθοςdouble-speakingmasc/fem acc sgδιχόμῡθον , διχόμυθοςdouble-speakingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχόμυθος — διχόμυθος, ον (Α) 1. διφορούμενος, απατηλός («διχόμυθον νόημα») 2. δόλιος … Dictionary of Greek